- ῥυσίδιφρος
- ῥῡσῐ-διφρος, ον,A preserving the chariot, of a charioteer, Pi.I.2.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] … Dictionary of Greek
ῥυσίδιφρον — ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot masc/fem acc sg ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)